πολυχρηστίᾳ

πολυχρηστίᾳ
πολυχρηστίᾱͅ , πολυχρηστία
great usefulness
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυχρηστία — ἡ, Α [πολύχρηστος] μεγάλη χρησιμότητα, μεγάλη ωφελιμότητα …   Dictionary of Greek

  • πολύχρηστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον η πολυχρηστία*. επίρρ... πολυχρήστως κατά πολύχρηστο τρόπο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”